-
1 χωρος
ὅ1) место, местность(ὑλήεις Hom.; πίων Hes.)
ἔχειν χῶρόν τινα Aesch. — жить в какой-л. местности2) пространство, промежуток3) тж. pl. край, область, страна(τῆς Ἀραβίης χ., οἱ τῶν Θηβαίων χῶροι Her.)
4) деревня(ἀπὸ τοῦ χώρου εἰς ἄστυ Xen.)
5) земельный участок, поле Xen.
См. также в других словарях:
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek